κατασωτεύω

κατασωτεύω
σπαταλώ περιουσία ή σωματικές και πνευματικές δυνάμεις σε ασωτείες, κατασπαταλώ, διασπαθίζω, καταξοδεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀσωτεύω «σπαταλώ ασώτως»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατασωτεύω — κατασώτεψα, κατασωτεύτηκα, κατασωτεμένος, σπαταλώ την περιουσία μου σε ασωτείες, κατασπαταλώ: Είναι ανόητος όποιος κατασωτεύει ό,τι του άφησε ο πατέρας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”